- αλευρωμένος
- η, ρ1) посыпанный мукой; выпачканный, вывалянный в муке; 2) сильно напудренный;
§ αλευρωμένος με μερικά γράμματα — получивший поверхностное образование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αλευρωμένος με μερικά γράμματα — получивший поверхностное образование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλευρώνομαι — αλευρώνομαι, αλευρώθηκα, αλευρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής